- συννέμω
- Α1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.)3. μέσ. συννέμομαια) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ συννέμονται ταῑς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῡ ὀχεύειν»β) μτφ. έχω στενές σχέσεις με κάτι ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νέμω «βόσκω, διαμοιράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.